- διακειμένου
- διάκειμαιto be served at tableperf part mp masc/neut gen sgδιάκειμαιto be served at tablepres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοπελισμός — ὁ, Α [σκοπελίζω] (στους Άραβες) τοποθέτηση ογκωδών λίθων γύρω από τον αγρό ενός εχθρικά διακείμενου προς τους δρώντες προσώπου, σε ένδειξη ότι απαγορεύεται η καλλιέργειά του από οποιονδήποτε και ότι εκείνος που δεν θα υποκύψει θα θανατωθεί … Dictionary of Greek